χτυπητός — ή, ό επίρρ. ά 1. δαρτός, αυτός που παρασκευάζεται με χτύπημα: Του αρέσουν τα χτυπητά αβγά. 2. έντονος, ζωηρός: Φορούσε ένα φόρεμα με χτυπητό χρώμα. 3. για λόγους, καυστικός, τσουχτερός. 4. το ουδ. ως ουσ., χτυπητό σημαίνει τρόπο επίχρισης τοίχου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτυπητός — ή, ό βλ. χτυπητός … Dictionary of Greek
μπάνικος — η, ο, θηλ. και ια [μπανίζω] 1. αυτός που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, ελκυστικός («μπάνικη κοπέλα») 2. φανταχτερός, χτυπητός … Dictionary of Greek
τρομητός — ή, όν, ΜΑ [τρομῶ] μσν. (για αβγό) παρασκευασμένος με ανατάραξη, χτυπητός αρχ. 1. αυτός που τρέμει 2. (για αβγό) μέτρια βρασμένος, μελάτος … Dictionary of Greek
φανταχτερός — και σφανταχτερός, ή, ό, Ν (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση με την εξωτερική του εμφάνιση, εντυπωσιακός, χτυπητός (α. «πολύ φανταχτερός τύπος» β. «φανταχτερό φόρεμα»). επίρρ... φανταχτερά Ν με φανταχτερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φαντεζί — καί φανταιζί, ο, η, το, Ν άκλ. φανταχτερός, χτυπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fantaisie (< φαντασία)] … Dictionary of Greek
επιδεικτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αρέσει να επιδείχνεται, ο ρεκλαματζής. 2. που γίνεται για επίδειξη: Επιδεικτική παρέλαση του εχθρού. 3. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός, φαντεζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντεζί — ο, η, το άκλ. (λ. γαλλ.), επίθ., αυτός που έχει ιδιόμορφο σχέδιο, ρυθμό ή χρωματισμό, ο φανταχτερός, ο χτυπητός: Φαντεζί γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιγουράτος — η, ο 1. αυτός που κάνει εντύπωση με την εμφάνισή του: Φιγουράτη γυναίκα. 2. λουσάτος, φανταχτός, φανταχτερός, χτυπητός: Φιγουράτη γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)